σπινθηρίζω — σπινθήρισα 1. εκπέμπω σπινθήρες. 2. ακτινοβολώ, βγάζω λάμψη: Σπινθηρίζουν τα μάτια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπινθηρίζον — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc voc sg σπινθηρίζω emit sparks pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηρίζουσι — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπινθηρίζω emit sparks pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηρίζειν — σπινθηρίζω emit sparks pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηρίζοντες — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηρίζοντος — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηρίζουσα — σπινθηρίζω emit sparks pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσπινθήριζεν — σπινθηρίζω emit sparks imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθίζω — Ν 1. πετώ σπίθες, σπινθηρίζω 2. αναλάμπω, φέγγω 3. (για κρασί) είμαι αφρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπινθ της λ. σπινθήρ, με αποβολή τού ν + κατάλ. ίζώ] … Dictionary of Greek
σπινθήρισμα — το, Ν [σπινθηρίζω] σπινθηρισμός … Dictionary of Greek